- ἐρεβόθεν
- ἐρεβόθεν,A from nether gloom, E.Or.178.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερεβόθεν — ἐρεβόθεν (Α) επίρρ. από το έρεβος, από το σκοτάδι που είναι κάτω από τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρεβος + θεν (κατάληξη που δηλώνει απομάκρυνση πρβλ. άνω θεν, έξω θεν)] … Dictionary of Greek
ἐρεβόθεν — from nether gloom indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)